- καλδέρα
- Βλ. λ. καλντέρα.
* * *η(ηφαιστειολ.) μεγάλη λεβητοειδής κοιλότητα, που σχηματίζεται από την εγκατακρήμνιση τού κεντρικού τμήματος ενός ηφαιστείου και η οποία προκαλείται συνήθως από ισχυρή έκρηξη και εκτίναξη στον αέρα μεγάλων ποσοτήτων ηφαιστειακών υλών (όπως η καλδέρα τής Θήρας) ή από βαθμιαία διάβρωση τών εσωτερικών τοιχωμάτων τού ηφαιστειακού κώνου.
Dictionary of Greek. 2013.