καλδέρα

καλδέρα
Βλ. λ. καλντέρα.
* * *
η
(ηφαιστειολ.) μεγάλη λεβητοειδής κοιλότητα, που σχηματίζεται από την εγκατακρήμνιση τού κεντρικού τμήματος ενός ηφαιστείου και η οποία προκαλείται συνήθως από ισχυρή έκρηξη και εκτίναξη στον αέρα μεγάλων ποσοτήτων ηφαιστειακών υλών (όπως η καλδέρα τής Θήρας) ή από βαθμιαία διάβρωση τών εσωτερικών τοιχωμάτων τού ηφαιστειακού κώνου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Σαντορίνη — Νησί των Κυκλάδων, το νοτιότερο, μαζί με την Ανάφη, του νησιωτικού συμπλέγματος. Λέγεται και θήρα. Έχει έκταση 76 τ. χλμ. και πληθυσμό 8771 κατ. θήρα είναι το αρχαίο όνομα του νησιού· το όνομα Σαντορίνη παρουσιάζεται το 14o αι. Συχνά με τον όρο… …   Dictionary of Greek

  • ηφαίστειο — Στην πιο απλή του έκφραση, το η. είναι μια σχισμή του φλοιού της Γης που επικοινωνεί με μια βαθιά μαγματική ζώνη. Υπό ορισμένες συνθήκες η σχισμή αυτή επιτρέπει την έξοδο ρευστού ή στερεού υλικού υψηλής θερμοκρασίας. Συνήθως ένα μέρος του υλικού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”